- noch
- noch[nɔx]I. adv1. (weiterhin, steigernd) ακόμα, ακόμη,• sie schläft immer κοιμάται ακόμα,• nicht όχι ακόμα,• nie ποτέ μέχρι τώρα,• immer ακόμα,• heute σήμερα κιόλας,• Paul kam später als ich ο Παύλος ήρθε ακόμη πιο αργά από μένα,• er will mehr haben θέλει να έχει ακόμη περισσότερα,• ein paar Tage μερικές μέρες ακόμη,• und nöcher (hum) όλο και περισσότερα,• das kannst du immer machen μπορείς να το κάνεις κι αργότερα2. (zusätzlich) άλλο,• was möchtest du ? τι άλλο θέλεις;,• wer war da? ποιος άλλος ήταν εκεί;,• einmal άλλη μια φορά,• darf ich dir einen einschenken? να σου βάλω άλλο ένα;II. konj:• weder ούτε … ούτε,• weder ich meine Schwester ούτε εγώ ούτε η αδελφή μου
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.